φασκελιά

φασκελιά
η , φάσκελο τό оскорбительный жест рукой (с растопыренными пальцами)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φασκελιά" в других словарях:

  • φασκελιά — και σφακελιά, η, Ν φάσκελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάσκελο / σφάκελο + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • φασκελιά — η φάσκελο, φασκέλωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μούντζα — και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα) καπνιά, μουντζούρα νεοελλ. 1. κηλίδα, μελανιά 2. επίχριση τού προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό 3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • σφακελιά — η, Ν βλ. φασκελιά …   Dictionary of Greek

  • τύφλα — η 1. τυφλότητα, τύφλωση, στραβωμάρα. 2. ως επιφ., άκλ., τύφλα!, χρησιμοποιείται για χλευασμό ανθρώπου που σκοντάφτει ή κάνει κάτι αδέξια. 3. μούντζα, φάσκελο, φασκελιά: Να χαθείς! του είπα και του δωσα μια τύφλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»